- περιπτωτικός
- -ή, -όν, Α [περιπίπτω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος.επίρρ...περιπτωτικῶς Α1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός2. τυχαία.
Dictionary of Greek. 2013.